- νεανιεύομαι
- νεανιεύομαι (Α) [νεανίας]1. βρίσκομαι στη νεανική ηλικία2. ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος, συμπεριφέρομαι με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό3. δίνω τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις4. αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι με νεανικό πνεύμα, με τόλμη, επιχειρώ κάτι παράτολμα5. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) τὰ νεανιευθέντα και τὰ νενεανιευμένανεανικές απερίσκεπτες πράξεις και λόγια, παιδιαρίσματα6. (σπαν. το ενεργ.) νεανιεύωα) (κατά τον Ησύχ.) «νεανιεύωνμειρακιευόμενος»β) καθιστώ κάτι καινούργιο, ανανεώνω.
Dictionary of Greek. 2013.